κονταροχτυπώ

κονταροχτυπώ
κονταροχτυπώ και κονταροχτυπάω κονταροχτυπιέμαι, συγκρούομαι σε κονταρομαχία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κονταροχτυπώ — και κονταροκτυπώ (Μ κονταροκτυπώ και κονταροχτυπῶ, άω) συμπλέκομαι σε κονταρομαχία, αγωνίζομαι σε κονταροχτύπημα, μετέχω σε ιππικό αγώνα με κοντάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντάρι + κτυπῶ] …   Dictionary of Greek

  • κονταροκροτώ — κονταροκροτῶ, έω (Μ) συμπλέκομαι σε αγώνα κονταροχτυπήματος, κονταροχτυπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντάρ ιον + κροτώ (< κροτώ < κρότος), πρβλ. ποδο κροτώ, χειρο κροτώ] …   Dictionary of Greek

  • κονταροκτυπώ — (Μ κονταροκτυπῶ, άω) βλ. κονταροχτυπώ …   Dictionary of Greek

  • κονταροχτύπημα — και κονταροκτύπημα, το (Μ κονταροκτύπημα και κονταροχτύπημα) [κονταροχτυπώ] αγώνισμα με κοντάρια μεταξύ εφίππων, κατά το οποίο νικούσε εκείνος που έριχνε τον αντίπαλό του από το άλογο, αλλ. γιόστρα ή τζιόστρα …   Dictionary of Greek

  • ξυλοκονταρίζω — (Μ) διαγωνίζομαι στην ξυλοκονταρία, στο κονταροχτύπημα, κονταροχτυπώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο(ν) + κοντάρι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”